φάβα

φάβα
Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι.
* * *
(I)
η, ΝΜΑ
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία για τα αποφλοιωμένα και, συνήθως, αλευροποιημένα σπέρματα τού επίσης κν. γνωστού ως λαθούρι και φαβέτα οσπρίου
2. (τροφ. τεχνολ.) έδεσμα, με τη μορφή πηκτής, που παρασκευάζεται με μαγείρευμα τών αλευροποιημένων σπερμάτων τού λαθουριού
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι ανούσιος, χωρίς νοστιμιά
4. φρ. «κάποιο λάκκο έχει η φάβα» — λέγεται για καταστάσεις φαινομενικά εύκολες, για τις οποίες όμως δημιουργούνται υποψίες ότι κρύβουν κάποια παγίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος περιστερᾱς ἀγρίας, σπερμοφάγου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba, -ae «είδος οσπρίου»].
————————
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος πρέπει πιθ. να διαβαστεί φόβᾱ και να συνδεθεί με το ρ. φέβομαι].
————————
(III)
το / φάβα, -ατος, ΝΜΑ
η φάβα
μσν.
στον πληθ. τὰ φάβατα
οι κύαμοι, τα κουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba «είδος οσπρίου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φάβα — η (λ. λατ.) 1. το φυτό «λάθυρος ο ήμερος» και ο καρπός του. 2. φαγητό που είναι πηχτός χυλός και γίνεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού «λάθυρος ο ήμερος» ή από κουκιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάμα — φάβα faba) beans neut nom/voc/acc sg φά̱μᾱ , φήμη a. fem nom/voc/acc dual (doric) φά̱μᾱ , φήμη a. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • φαβάτινος — ίνη, ον, Α παρασκευασμένος από φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • φαβέτ(τ)α — η, Ν φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα + κατάλ. έτ(τ)α (< ιταλ. κατάλ. etta)] …   Dictionary of Greek

  • φαβέτ(τ)ο — το, Ν φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα + κατάλ. ετ(τ)ο (< ιταλ. κατάλ. etto)] …   Dictionary of Greek

  • φαβατίτζιν — τὸ, Μ υποκορ. τ. τού φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα, ατος + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτζιν (πρβλ. κρομμυδ ίτζιν)] …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα …   Dictionary of Greek

  • κατσούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 26 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * το 1. η φάβα 2. άγουρο πεπόνι 3. στραβό αγγούρι 4. αγκυλωτό ραβδί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”